κληρούχου

κληρούχου
κλήρουχος
one who held an allotment of land
masc gen sg
κληρού̱χου , κληροῦχος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αλκαμένης — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκοπλάστης, από τους πιο φημισμένους μαθητές του Φειδία. Είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης και του θανάτου του. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρέπει να ήταν γιος Αθηναίου κληρούχου από τη Λήμνο. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”